ημισέληνος

ημισέληνος
Το ημικυκλικό σχήμα της Σελήνης που εμφανίζεται στο πρώτο ή στο τελευταίο της τέταρτο (αλλιώς, μισοφέγγαρο). Οι Σουμέριοι και οι Ακάδιοι λάτρευαν τη Σελήνη με την ονομασία Σιν, παριστάνοντάς την άλλοτε με τα χαρακτηριστικά γενειοφόρου άνδρα και άλλοτε με τη μορφή του συμβόλου της η., τοποθετημένη πλάγια ή οριζόντια. Κυρίως όμως καθιερώθηκε ως σύμβολο στην ιστορία από τους αρχαίους Ιουδαίους, που τη χρησιμοποίησαν ως έμβλημα κυριαρχίας, δόξας ή γενναιότητας. Στην αρχαία Ελλάδα συναντάται ως σύμβολο της Αφροδίτης και της Άρτεμης, είναι τοποθετημένη κατακόρυφα, ενώ οι Βυζαντινοί άρχισαν να τη χρησιμοποιούν ως έμβλημα της πόλης τους από το 339 π.Χ. εξαιτίας του ακόλουθου περιστατικού: κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Βυζαντίου από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο, φάνηκε ξαφνικά το βράδυ της αποφασιστικής επίθεσης η Σελήνη. Τα σκυλιά τότε άρχισαν να γαβγίζουν ασταμάτητα, ώσπου ξύπνησαν τους κατοίκους, οι οποίοι κατόρθωσαν έτσι να αποκρούσουν τη μακεδονική επίθεση. Από ευγνωμοσύνη ίδρυσαν άγαλμα στην Εκάτη και έκαναν την η. σύμβολο του Βυζαντίου. Επίσης, ένα βυζαντινό νόμισμα απεικόνιζε στη μία του όψη την Άρτεμη και στην άλλη η. με αστέρι. Στη χριστιανική εικονογραφία χρησίμευσε για την αναπαράσταση της Σελήνης στις σκηνές της Γέννησης και της Σταύρωσης. Από τον 16o αι. στις συμβολικές παραστάσεις της Σύλληψης, η Παρθένος εμφανίζεται συχνά πάνω σε η. της οποίας τα άκρα στρέφονται προς τα κάτω (Λουκάς-Τζιορντάνο) ή συνηθέστερα προς τα πάνω (Τιεπόλο, Τιντορέτο κλπ.). Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, η η. έγινε σύμβολο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του ισλαμισμού, απεικονίζεται μάλιστα μέχρι σήμερα στο κέντρο της σημαίας τους με αστέρι. Στην εραλδική (βλ. λ.) χρησιμοποιείται συχνότατα (με τα άκρα της στραμμένα συνήθως προς το πάνω μέρος του θυρεού) ενώ εμφανίζεται πολλές φορές στον θυρεό που υιοθέτησαν οι Σταυροφόροι. Η ημισέληνος εμφανίζεται στον ουρανό κατά τη διάρκεια του πρώτου ή του τελευταίου τέταρτου της Σελήνης (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
-ο
νεοελλ.
1. μτφ. ως επίθ. αυτός που έχει σχήμα μισής σελήνης ή εικονίζει ημισέληνο
2. το θηλ. ως ουσ. η ημισέληνος
α) μισή σελήνη, το ημικυκλικό σχήμα τής σελήνης, το οποίο εμφανίζεται κατά το πρώτο ή το τελευταίο τέταρτό της, το μισοφέγγαρο
β) (κατ' επέκτ.) το δρεπανοειδές σχήμα τής σελήνης, το οποίο εμφανίζει αυτή πριν από το πρώτο τέταρτό της και μετά το τελευταίο
γ) η σημαία τής Τουρκίας
δ) (κατ' επέκτ.) το σύμβολο τού τουρκικού κράτους και γενικότερα τού ισλαμισμού
ε) στους Σουμερίους και Ακκαδίους, σύμβολο τής θεότητας τής Σελήνης
στ) στους αρχαίους Έλληνες σύμβολο τής Αρτέμιδος
ζ) στο Βυζάντιο, σύμβολο τής Κωνσταντινούπολης
3. φρ. «Ερυθρά Ημισέληνος» — ονομασία την οποία φέρουν στις ισλαμικές χώρες οι αντίστοιχοι προς τον Ερυθρό Σταυρό οργανισμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -σεληνος (< σελήνη), πρβλ. α-σέληνος, υπο-σέληνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ημισέληνος — η ου 1. μισοφέγγαρο. 2. η τουρκική σημαία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημισελήνιον — ἡμισελήνιον, τὸ (Α) [ημισέληνος] η ημισέληνος, το μισοφέγγαρο …   Dictionary of Greek

  • διχοτόμος — ο (AM διχοτόμος, ον) 1. (για επίπεδο ή γραμμή) αυτός που διαιρεί σε δύο μέρη 2. το θηλ. ως ουσ. η διχοτόμος η ευθεία η οποία άρχεται από την κορυφή γωνίας και τή διαιρεί σε δύο ίσα μέρη. ο (AM διχοτόμος, ον) ο διαιρεμένος σε δύο ίσα μέρη νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …   Dictionary of Greek

  • ημίτομος — η, ο (AM ἡμίτομος, ον) νεοελλ. (για βιβλία) ο μισός τόμος από μια σειρά τόμων ενός συγγράμματος ή και τμήμα μόνο ενός τόμου αρχ. 1. (για τη σελήνη) ημισέληνος, μηνοειδής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομος είδος επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον* 3. το αρσ.… …   Dictionary of Greek

  • ημισεληνοειδής — ές αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, μηνοειδής. επίρρ... ημισεληνοειδώς με σχήμα ημισεληνοειδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημισέληνος + ειδής (< είδος), πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Αθανάσιο Σ. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • μηνίσκος — I (Ανατ.). Ινοχόνδρινος σχηματισμός που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο αρθρικών επιφανειών, με προορισμό να βελτιώνει την εφαρμογή τους. Από το αρθρικό σύστημα του ανθρώπου αναφέρεται ο μ. της γναθοκροταφικής άρθρωσης, που βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

  • μισοφέγγαρο — το ημισέληνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”